πίστωμα
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
πιστώματος, τό,
A assurance, warrant, pledge, mostly in plural, Emp. 5.2, A.Ch.977, Eu.214; π. περί τινος Arist.Rh.1376a17: in sg., φιλίας π. συγγενέσι Clearch.Com.1; τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες Epicur.Sent. 40.
2 confirmation of an argument, in plural, Phld.Rh.1.285 S., Sign.19.
II of persons, γηραλέα πιστώματα = πιστοὶ γέροντες, A. Pers.171 (troch.).
German (Pape)
[Seite 621] τό, Versicherung, Bestätigung, wie πίστις, πιστόν; Διὸς πιστώματα, Aesch. Eum. 205; ὅρκος ἐμμένει πιστώμασιν, Ch. 971; er nennt auch Menschen γηραλέα πιστώματα, Pers. 167, = πιστοὶ γέροντες. – Arist. rhet. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qui fait foi d'une chose, gage, preuve ; au pl. πιστώματα γηραλᾶ ESCHL vieillards sûrs, fidèles.
Étymologie: πιστόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίστωμα -ατος, τό [πιστόω] verzekering, belofte:; ὅρκος τ’ ἐμμένει πιστώμασιν hun eed blijft trouw aan hun beloften Aeschl. Ch. 977; πιστώματα Μούσης de betrouwbare woorden van de muze Emp. B 4.2; van pers.. γηραλέα πιστώματα oude getrouwen Aeschl. Pers. 171.
Russian (Dvoretsky)
πίστωμα: ατος τό
1 удостоверение, ручательство, залог (περί τινος Arst.);
2 предмет ручательства: Ἣρας καὶ Διὸς πιστώματα Aesch. то, за что поручились Гера и Зевс;
3 надежный человек, преданное лицо: γηραλέα πιστώματα Aesch. верные старцы.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α πιστώ
1. βεβαίωση, εγγύηση
2. (σχετικά με λόγο) επιβεβαίωση
3. φρ. «γηραλέα πιστώματα»
μτφ. (για πρόσ.) πιστοί γέροντες.
Greek Monotonic
πίστωμα: -ατος, τό (πιστόω)·
I. διαβεβαίωση, εγγύηση, ενέχυρο, εχέγγυο, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, γηραλέα πιστώματα = πιστοὶ γέροντες, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πίστωμα: τό, (πιστόω) βεβαίωσις, ἐγγύησις, ὡς τὸ πίστις ΙΙ. 1, πιστόν, τὸ πλεῖστον· ἐν τῷ πληθ., Ἐμπεδ. 106, Αἰσχύλ. Χο. 977, Εὐμ. 214· π. περί τινος Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 17· ἐν τῷ ἑνικ., π. φιλίας, Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρωδῷ» 1, πρβλ. Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 154. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, γηραλᾶ πιστώματα, = πιστοὶ γέροντες, Αἰσχύλ. Πέρσ. 171.
Middle Liddell
πίστωμα, ατος, τό, πιστόω
I. an assurance, warrant, guarantee, pledge, Aesch., etc.
II. of persons, γηραλᾶ πιστώματα, = πιστοὶ γέροντες, Aesch.