πίφρημι

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

French (Bailly abrégé)

seul. prés.impér. 2ᵉ sg. πίφρα;
porter.
Étymologie: R. Φερ > par transpos. Φρη, porter ; cf. φέρω.

Greek Monolingual

Α
(αμάρτυρος τ. ενεστ.)
1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι
2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ-πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ. Οι αρχαιότεροι τ. του μορφολογικού αυτού παραδείγματος είναι εκείνοι του αορ. σε -φρηκα (πρβλ. ἐξ-έφρηκα, υποτ. ἐπεσ-φρῶ, προστ. ἔκ-φρες), οι οποίοι, όπως και οι αντίστοιχοι του μέλλ. σε -φρήσω (πρβλ. διαφρήσω), έχουν σχηματιστεί κατά τους τ. ἧκα και ἥσω, αόρ. και μέλλ., αντιστοίχως του ρ., ἵημι. Η μελέτη του όλου παραδείγματος μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι τ. -φρηκα, -φρήσω έχουν προέλθει από το σύνθ. ρ. προ-ίημι (πρβλ. αόρ. προ-ῆκα, μέλλ. προ-ήσω) με έκθλιψη του -ο- της πρόθεσης προ και δάσυνση του αρκτικού π- (για ανάλογες αλλαγές, βλ. φρουρός). Οι δυσερμήνευτες αυτές φωνολογικές εξελίξεις οφείλονται πιθ. στην παρουσία δύο ή τριών προθέσεων στους ρηματικούς αυτούς τύπους. Από τους μέλλ. σε -φρήσω έχουν σχηματιστεί σιγματικοί αόρ. σε -φρησα (πρβλ. ἀπέφρησα), κατά το σχήμα ἵστημι, στήσω, ἔστησα, ενώ και το απρμφ. πιφράναι του αμάρτυρου ενεστ. πίφρημι (με ενεστωτικό διπλασιασμό πι-) έχει σχηματιστεί κατά το ἱστάναι. Επίσης απαντούν και τ. που ακολουθούν την κλίση τών συνηρημένων σε -έω (πρβλ. πρτ. εἰσ-έφρουν, ενεστ. εἰσ-φρέω). Τέλος, η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία το ρ. συνδεόταν με το αρχ. ινδ. bibharti «φέρω» δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to let, to bring in, out, through, intr. to intrude, to come in etc. (com., E., also Th., D., Arist., Plb.).
Other forms: only inf. ἐσ-πιφράναι (Arist.), besides -φρέω in εἰσ-έφρουν (D.), -εφρούμην (E.). Further only future- and aorist-forms, always w. prefix, esp. εἰσ- (ἐπ-εισ- a.o.) and ἐκ-, but also δια- and ἀπο-: εἰσ-, ἐκ-, δια-φρήσω; ἀπο-, εἰσ-, ἐξ- έφρησα, ἐκ-φρησθῆναι; also (ἐπ-)εισ-, ἐξ-έφρηκα with subj. ἐπ-εσ-φρῶ, ptc. ἐπ-εισ-φρείς, inf. εἰσ-φρῆναι (for -φρεῖναι? H.), ipv. ἔκ-φρες (Ar. V. 162 with Buttmann; codd. ἔκφερε); to this ipf. ἐξ-εφρίομεν (Ar. V. 125; for -εφρίεμεν?)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: The above system of forms has evidently its centre in the futur- and aorist-forms; the rare present-forms are analogical formations. Thus εἰσ-έφρουν, -εφρούμην after the type ἐφίλουν, the hapax ἐσ-πιφράναι after ἱστάναι, πι(μ)πλάναι a.o. Through this already becomes unimportant the also semantically not unobjectionable equation of πιφράναι with the redupl. Skt. bí-bhar-ti carry (1. pl. bi-bhr̥-más: *πί-φρα-μεν; Brugmann, e.g. Brugmann-Thumb 331, with Curtius; after this Bq, WP. 2, 153 f., Pok. 128 f. a. o.). The aorist-forms ἐπεισ-έφρηκα, -φρῶ, -φρείς, ἔκ-φρες agree with ἐφ-ῆκα, -ῶ, -είς, -ες. So -φρήσω, -έ-φρηκα from -πρ(ο)-ἥσω, -πρ(ο)-ἧκα, to which the ipf. ἐξ-εφρίομεν (-εμεν?) after (ἀφ)-ἵομεν (-εμεν); to this -έ-φρησα after ἔ-στησα etc. (Schwyzer 689 with Nauck a.o.)? The clearing away of the -o- and the from that following obscuration of the composition were favoured by the added prefixes. - So the basis will have been forms of προ-ίημι, aspiration giving φρ- (cf. φροῦρος).

Frisk Etymology German

πίφρημι: {píphrēmi}
Forms: nur Inf. ἐσπιφράναι (Arist.), daneben -φρέω in εἰσέφρουν (D.), -εφρούμην (E.). Sonst nur Futur- und Aoristformen, immer m. Präfix, bes. εἰσ- (ἐπεισ- u.a.) und ἐκ-, aber auch δια- und ἀπο- : εἰσ-, ἐκ-, διαφρήσω; ἀπο-, εἰσ-, ἐξ- έφρησα, ἐκφρησθῆναι; auch (ἐπ-)εισ-, ἐξέφρηκα mit Konj. ἐπεσφρῶ, Ptz. ἐπεισφρείς, Inf. εἰσφρῆναι (für -φρεῖναι? II.), Ipv. ἔκφρες (Ar. V. 162 mit Buttmann; codd. ἔκφερε); dazu Ipf. ἐξεφρίομεν (Ar. V. 125; für -εφρίεμεν?)
Grammar: v.
Meaning: ‘ein-, aus-, durch- lassen, -bringen’, intr. ‘eindringen, -treten’ (Kom., E., auch Th., D., Arist., Plb. u.a.).
Etymology : Der obige Formenbestand hat offenbar seinen Schwerpunkt in den Futur- und Aoristformen. Die seltenen Präsensformen sind Analogiebildungen. So εἰσέφρουν, -εφρούμην nach dem Typus ἐφίλουν, das einmalige ἐσπιφράναι nach ἱστάναι, πι(μ)πλάναι u.a. Schon dadurch erledigt sich die auch semantisch nicht einwandfreie Gleichsetzung von πιφράναι mit dem redupl. aind. -bhar-ti tragen (1. pl. bi-bhr̥-más: *πίφραμεν; Brugmann, z.B. Brugmann-Thumb 331, mit Curtius; danach Bq, WP. 2, 153 f., Pok. 128 f. u. A.). Die Aoristformen ἐπεισέφρηκα, -φρῶ, -φρείς, ἔκφρες stimmen zu ἐφῆκα, -ῶ, -είς, -ες. Somit -φρήσω, -έφρηκα aus -πρ(ο)-ἥσω, -πρ(ο)-ἧκα, wozu das Ipf. ἐξεφρίομεν (-εμεν?) nach (ἀφ)-ἵομεν (-εμεν); dazu -έφρησα nach ἔστησα usw. (Schwyzer 689 mit Nauck u.A.)? Die Ausmerzung des -o- und die daraus erfolgende Verdunkelung der Komposition sind durch die vorantretenden Präfixe begünstigt worden.
Page 2,546-547