παιωνισμός
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ, chanting of the paean, Th.7.44; later παιᾱνισμός, Str.9.3.12, D.H.2.41.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, = παιανισμός, Hesych., v.l. bei Thuc. 7, 44.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de chanter un péan.
Étymologie: παιωνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιωνισμός -οῦ, ὁ [παιωνίζω] gezang van de paean.
Russian (Dvoretsky)
παιωνισμός: ὁ пение пэана Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
παιωνισμός: ὁ, τὸ ᾄδειν τὸν παιᾶνα, Θουκ. 7. 44, Ἡσύχ. ἐν λ. Παιών· γράφεται δὲ καὶ παιᾱνισμός παρὰ Στράβ. 422, Διον. Ἁλ. 2. 41.
Greek Monolingual
παιωνισμός, ὁ (Α) παιωνίζω
το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός.
Greek Monotonic
παιωνισμός: ὁ (παιωνίζω), ψάλσιμο του παιάνα, σε Θουκ.
Middle Liddell
παιωνισμός, οῦ, ὁ, παιωνίζω
a chanting of the paean, Thuc.
Lexicon Thucydideum
cantus paeanis, singing of a paean, 7.44.6, [iidem codd. the same manuscripts παιανισμός]