παμπότνια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, all-venerable, Ap6.281 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 454] ἡ, die ganz ehrwürdige, hehre, Cybele, Leon. Tar. 7 (VI, 281).
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
tout auguste.
Étymologie: πᾶν, πότνια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπότνια -ας [πᾶς, πότνια] als adj. zeer eerbiedwaardig.
Russian (Dvoretsky)
παμπότνια: adj. f глубоко чтимая или всевластная (μήτηρ, sc. Κυβέλη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παμπότνια: ἡ, ὅλως σεβασμία, Ἀνθ. Π. 6. 281.
Greek Monolingual
παμπότνια, ἡ (Α)
πανσεβάσμια, πάνσεπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πότνια.
Greek Monotonic
παμπότνια: ἡ, εξαιρετικά σεβάσμια, σε Ανθ.