πανέρημος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
πανέρημον, all-desolate, Str.17.1.27, Heb. Je.2.24, PFlor.36.12 (iv A. D.), Luc.DMort.27.2 πᾰν-έρως, έρωτος, ὁ, gem supposed to remove sterility, Plin.HN37.178.
German (Pape)
[Seite 459] ganz verlassen, öde; πόλις, Strab. XVII, 805; χωρία πανέρημα ὄντα ὑπὸ τῶν πολέμων, Luc. D. Mort. 27, 2; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entièrement désert.
Étymologie: πᾶν, ἔρημος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανέρημος -ον [πᾶς, ἔρημος] volstrekt verlaten.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνέρημος: совершенно пустынный, окончательно опустошенный (χωρία Luc.).
Greek Monolingual
και πανέρμος, -η, -ο / πανέρημος, -ον, ΝΑ
(ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος
νεοελλ.
1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία
2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔρημος].
Greek Monotonic
πᾰνέρημος: -ον, εντελώς απομονωμένος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνέρημος: -ον, ὅλως ἔρημος, Στράβ. 805, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 42.
Middle Liddell
πᾰν-έρημος, ον,
all-desolate, Luc.