Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρακατατίθεμαι

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Middle Liddell

Mid. to deposit one's own property with another, entrust it to his keeping, give it him in trust, Hdt., Xen., etc.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαταθήσομαι, ao.2 παρακατεθέμην, etc.
1 déposer chez ; confier à : τινά ou τί τινι confier qqn ou qch à qqn;
2 livrer, abandonner, exposer, acc..
Étymologie: παρά, κατατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρακατατίθεμαι: (τῐ)
1 отдавать на хранение (τινί τι Her., Plat.);
2 поручать (охране), вверять (τοὺς παῖδας τοῖς διδασκάλοις Aeschin.; τὴν πόλιν τῇ Ἀθηνᾷ Plut.);
3 выставлять, подвергать: τὰ σώματα π. διακινδυνεύειν Aeschin. рисковать жизнью.

Greek (Liddell-Scott)

παρακατατίθεμαι: Ἐπικ. ἀόρ. παρκάτθετο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 504. - Μέσ., καταθέτω τι ἐμὸν εἰς χεῖράς τινος, παραδίδω, ἐμπιστεύομαι αὐτὸ εἰς τὴν φροντίδα τινός, παραδίδω εἴς τινα πρὸς φύλαξιν, τινί τι Ἡρόδ. 3. 59, Ξεν. Ἑλλην. 6. 1, 2, Πλάτ. Πολ. 331Ε, καὶ ἐξ., πρβλ. Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Λυκόφρ. 15· π. νόμους φύλαξι Αἰσχίν. 2. 2· παῖδας διδασκάλοις αὐτόθι 13· τὸ αὐτοῦ σῶμα τῷ ἵππῳ Ξεν. Ἱππ. 4. 1 · τῷ δήμῳ ἑαυτὸν Δημ. 1480, ἐν τέλ.· τοῖς ὑπάτοις τὰ πράγματα Πλουτ. Κικ. 15· π. τινί τι τηρεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - ἐπὶ τῶν ἐγγυήσεων, ἃς ἔντιμος πολίτης παρέχει εἰς τὴν πολιτείαν, τὰς δικαίας πίστεις π. Δείναρχ. 99. 17. ΙΙ. παραβάλλομαι, ἐκτίθημι εἰς κίνδυνον, τὰ σώματα π. διακινδυνεύειν Αἰσχίν. 79. 28.

Greek Monotonic

παρακατατίθεμαι: Μέσ., καταθέτω την περιουσία μου σε κάποιον άλλο, την εμπιστεύομαι στη φροντίδα του, την παραδίδω εμπιστευτικά για φύλαξη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.