περίκρημνος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
περίκρημνον, steep all round, J.BJ5.5.8, Plu.Sull.16; λόφος App.BC4.105, cf. Pun.95.
German (Pape)
[Seite 581] ringsum abschüssig; Polyaen. 4, 15, zw.; Plut. Sull. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
escarpé de tous côtés.
Étymologie: περί, κρημνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίκρημνος -ον [περί, κρημνός] overal steil.
Russian (Dvoretsky)
περίκρημνος: со всех сторон обрывистый (λόφος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περίκρημνος: -ον, κρημνώδης, ἀπόκρημνος πανταχόθεν, Πλούτ. Σύλλ. 16, Ἀππ. Καρχηδ. 95
Greek Monolingual
-ον, Α
απόκρημνος, απότομος από όλες τις πλευρές («λόφος ἐλείπετο πετρώδης καὶ περίκρημνος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κρημνός (πρβλ. απόκρημνος)].
Greek Monotonic
περίκρημνος: -ον, απόκρημνος, σε Πλούτ.