περιληπτός

From LSJ

Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιληπτός Medium diacritics: περιληπτός Low diacritics: περιληπτός Capitals: ΠΕΡΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: perilēptós Transliteration B: perilēptos Transliteration C: periliptos Beta Code: perilhpto/s

English (LSJ)

περιληπτή, περιληπτόν,
A embraced or to be embraced, comprehensible, οὔτε νόῳ περιληπτά Emp.2.8; νοήσει, δόξῃ π., Pl.Ti.28a, 28c; τὰ περιληπτά = things mentally comprehended, Epicur.Ep.1p.6U.; πᾶν μῆκος περιληπτόν = any conceivable distance, ib.p.10 U.; π. διανοίᾳ Phld.D.3.15, S.E.M.9.409; π. ἀριθμῷ Plu.Cam.43. Adv. περιληπτῶς, f.l. for περιληπτικῶς, Epicur.Ep.1p.6U.
2 c. dat., involved in, παραισθήσει… περιληπτὴν αἴσθησιν Phld. Piet.116.

German (Pape)

[Seite 582] umfaßt, zu umfassen, zu begreifen, τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπ τόν, Plat. Tim. 28 a, vgl. 52 a; ὄχλος οὐ π. ἀριθμῷ, nicht zu zählen, Plut. Cam. 43; – adv. περιληπτῶς, Epicur. bei D. L. 10, 40.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être embrassé par l'intelligence, intelligible.
Étymologie: περιλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιληπτός -ή -όν [περιλαμβάνω] te begrijpen, begrijpelijk:. νόῳ περιληπτά met het verstand te vatten Emp. B 2.8; τὸν μὲν ἄλλον ὄχλον οὐ περιληπτὸν ἀριθμῷ διέφθειρε hij doodde een ontelbaar aantal gewone burgers Plut. Cam. 43.1.

Russian (Dvoretsky)

περιληπτός: могущий быть охваченным, постигаемый, уловимый (νοήσει Plat.): οὐ π. ἀριθμῷ Plut. неисчислимый.

Greek (Liddell-Scott)

περιληπτός: -ή, -όν, ὁ περιληφθεὶς ἢ δυνάμενος νὰ περιληφθῇ, καταληπτὸς, οὔτε νόῳ περιληπτὰ Ἐμπεδ. 43· νοήσει π. Πλάτ. Τίμ. 28Α, C, κ. ἀλλ.· π. ἀριθμῷ Πλουτ. Κάμιλλ. 43. Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 40.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιλαμβάνω
1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,)
2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.).
επίρρ...
περιληπτῶς Α
με περιληπτό, κατανοητό τρόπο.

Greek Monotonic

περιληπτός: -ή, -όν, αυτός που αγκαλιάζεται ή μπορεί να αγκαλιαστεί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

περι-ληπτός, ή, όν
embraced or to be embraced, Plut.