πλακάς
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
πλακάδος, ἡ, floor of a wine-cellar, POxy.729.28 (ii A.D.).
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
ειδικό κοίλωμα όπου τοποθετούσαν τα αγγεία του κρασιού, αποθήκη οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, -κός + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ολκάς)].
(II)
ο, Ν
πλάκα
τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση τοίχων ή δαπέδων με πλακάκια, πλακωτής.