πλακερός

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκερός Medium diacritics: πλακερός Low diacritics: πλακερός Capitals: ΠΛΑΚΕΡΟΣ
Transliteration A: plakerós Transliteration B: plakeros Transliteration C: plakeros Beta Code: plakero/s

English (LSJ)

ά, όν, (πλάξ) = πλατύς, broad, Theoc.7.18.

German (Pape)

[Seite 624] = πλατύς, breit; Theocr. 7, 18, ζωστήρ, Schol. hat auch die v.l. πλοκερός, ἀντὶ τοῦ πεπλεγμένος.

French (Bailly abrégé)

v. πλοκερός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλακερός -ά -όν [πλάξ] breed.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰκερός: широкий (ζωστήρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰκερός: -ά, -όν, (πλὰξ) = πλατύς, εὐρύς, Θεόκρ. 7. 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλακερός, -ά, -όν, ΝΑ
πλατύς, φαρδύς, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + επίθημα -ερός (πρβλ. δροσερός, τρυφερός)].

Greek Monotonic

πλᾰκερός: -ά, -όν (πλάξ), = πλατύς, πλατύς, φαρδύς, ευρύς, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πλᾰκερός, ή, όν πλάξ = πλατύς
broad, Theocr.