πολύσαρκος

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσαρκος Medium diacritics: πολύσαρκος Low diacritics: πολύσαρκος Capitals: ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: polýsarkos Transliteration B: polysarkos Transliteration C: polysarkos Beta Code: polu/sarkos

English (LSJ)

πολύσαρκον,
A very fleshy, Arist.HA583a7, PA656a19, Dsc. 5.124, Gal.10.607, etc.
II metaph., very stupid, Them.Or.23.288c.

German (Pape)

[Seite 673] sehr fleischig, wohlbeleibt; Arist. H. A. 7, 2; Luc. D. Mort. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très charnu, corpulent, chargé d'embonpoint.
Étymologie: πολύς, σάρξ.

Russian (Dvoretsky)

πολύσαρκος: мясистый, толстый, тучный Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσαρκος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰς σάρκας, παχύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7, 2, 9, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 7, κτλ.

Greek Monolingual

, -η, -ο / πολύσαρκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σάρκες, ο πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος
μσν.
μτφ. ο πολύ ανόητος, κουτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύσαρκος].

Greek Monotonic

πολύσαρκος: -ον (σάρξ), πολύ σαρκώδης, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολύ-σαρκος, ον, σάρξ
very fleshy, Arist.