πολυδινής
From LSJ
English (LSJ)
πολυδινές, much-whirling, Opp.H.4.585; μίτου πολυδινέα λάτριν AP6.39 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 662] ές, mit vielen Wirbeln, Opp. Hal. 4, 585 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tournoie beaucoup ; tortueux.
Étymologie: πολύς, δίνη.
Russian (Dvoretsky)
πολυδῑνής: делающий много извилистых движений (при прядении), вращающий веретено (ἡ λάτρις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδῑνής: -ές, ὁ πολὺ περιδινούμενος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 485, Ἀνθ. Π. 6. 39.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που στροβιλίζεται πολύ, που κάνει πολλές στροφές («ἑλισσομένη κεφαλὴ πολυδινέϊ παλμῷ», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δινης (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω), πρβλ. ταχυδινής].
Greek Monotonic
πολῠδῑνής: -ές (δίνη), αυτός που περιστρέφεται πολύ, στροβιλιζόμενος συνεχώς, σε Ανθ.