Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
πονηρία, η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν πονηρός
1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα
2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα
νεοελλ.
δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία
αρχ.
1. κακή κατάσταση, καχεξία
2. ποταπότητα
3. δειλία, ανανδρία
4. οχλοκρατία.