πρακτορεία
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
(freq.alsoπρακ-ία, Sammelb.5982.4 (ii A. D.), etc.), ἡ,
A office of πράκτωρ, collectorship, Stob.2.7.26, PTeb.27.106 (ii B. C.), POxy.2119.9 (iii A.D.), etc.; π. ξενικῶν PLips.120.1 (i A. D.), cf. 116.6 (ii A. D.).
II proparox. πρακτόρειᾰ, ἡ, pecul. fem. of πράκτωρ, A.D.Conj.233.8.
German (Pape)
[Seite 693] Erwerbsthätigkeit, Stob. ecl. eth. p. 352.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτορεία: τὸ ἔργον ἢ ὑπούργημα τοῦ πράκτορος, τὸ εἰσπράττειν, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 332.
Greek Monolingual
και πρακτορία, η, ΝΑ πράκτωρ, -ορος]
νεοελλ.
1. το γραφείο του πράκτορα και η οργανωμένη από αυτόν υπηρεσία
2. (νομ.) επιχείρηση που αναλαμβάνει αντί αμοιβής την οργάνωση ή διεκπεραίωση ξένων υποθέσεων ή την παροχή συμβουλών ή πληροφοριών
αρχ.
το έργο του πράκτορα, η είσπραξη φόρων.