προάγγελσις
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
-εως, ἡ, forewarning, early intimation, τινος Th.1.137.
German (Pape)
[Seite 704] ἡ, Vorherverkündigung, τῆς ἀναχωρήσεως, Thuc. 1, 137.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
annonce faite d'avance, prédiction.
Étymologie: προαγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προάγγελσις -εως, ἡ [προαγγέλλω] waarschuwing vooraf.
Russian (Dvoretsky)
προάγγελσις: εως ἡ заблаговременное уведомление, предупреждение (τῆς ἀναχωρήσεως Thuc.).
Greek Monolingual
-έλσεως, ή, Α προαγγέλλω
η ενέργεια του προαγγέλλω, προειδοποίηση, προμήνυμα.
Greek Monotonic
προάγγελσις: ἡ, προαναγγελία, πρόωρη, έγκαιρη ειδοποίηση, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προάγγελσις: ἡ, τὸ προαγγέλλειν τι, προειδοποίησις, προμήνυμα, τινος Θουκ. 1. 137.
Middle Liddell
προάγγελσις, εως,
a forewarning, early intimation, Thuc.