προαποχωρέω
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
English (LSJ)
depart before, Th.4.90; ἐς, ἐκ…, D.C.47.27, Fr.72.2.
German (Pape)
[Seite 708] vorher ab- od. weggehen, Thuc. 4, 90.
French (Bailly abrégé)
προαποχωρῶ :
s'éloigner auparavant de, avec ἀπό τινος.
Étymologie: πρό, ἀποχωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποχωρέω eerder weggaan.
Russian (Dvoretsky)
προᾰποχωρέω: раньше отходить, отступать, удаляться (ἀπὸ τοῦ Δηλίου δέκα σταδίους Thuc.).
Greek Monotonic
προαποχωρέω: μέλ. -ήσω, αποχωρώ πρώιμα, από πριν, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προαποχωρέω: ἀποχωρῶ πρότερον, Θουκ. 4. 90, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 65 Sturz, κλπ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to go away before, Thuc.
Lexicon Thucydideum
prius abcedere, to depart first, 4.90.4.