προκαίω
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
burn before, in Pass., to be lighted before, of fires, f.l. in X.An.7.2.18; to be burnt first, aor.subj. -καῇ (v.l. -καυθῇ) Aët. 15.14.
German (Pape)
[Seite 727] (s. καίω), vorher anbrennen, anzünden, Xen. An. 7, 2, 18.
French (Bailly abrégé)
f. προκαύσω, ao. προέκηα, etc.
mettre le feu auparavant.
Étymologie: πρό, καίω.
Russian (Dvoretsky)
προκαίω: ранее зажигать (τὰ πυρὰ προκεκαυμένα Xen. - v.l. κεκαυμένα).
Greek (Liddell-Scott)
προκαίω: μέλλ. -καύσω, καίω πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4 ἐν τέλ.· ἐν τῷ Παθ., ἀνάπτομαι πρότερον, τὰ πυρὰ προκεκαυμένα τῷ Σεύθῃ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 18.
Greek Monolingual
Α
1. καίω, ανάβω εκ τών προτέρων
2. παθ. προκαίομαι
(για φωτιά) ανάβω εκ τών προτέρων.
Greek Monotonic
προκαίω: μέλ. -καύσω, καίω από πριν — Παθ., καίγομαι εκ των προτέρων, λέγεται για φωτιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -καύσω
to burn before: Pass. to be lighted before, of fires, Xen.