προσδιανέμω
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
distribute besides, λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα Plu.Cat. Ma.10:—Med., divide among themselves besides, D.19.168, Plu. Demetr.30.
German (Pape)
[Seite 755] (s. νέμω), zuteilen, λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα, Plut. Cat. mai. 10; med. beim Teilen sich zueignen od. zulegen, noch dazu unter sich verteilen, Dem. 19, 168; Plut. Demetr. 30.
French (Bailly abrégé)
partager en outre;
Moy. προσδιανέμομαι se partager en outre (qch).
Étymologie: πρός, διανέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διανέμω bovendien verdelen:; λίτραν ἀργυρίου κατ’ ἄνδρα προσδιένειμεν hij liet ook nog een pond zilver per man verdelen Plut. CMa 10.4; med. onder elkaar verdelen:. προσδιενείμαντο τοῦτ’ οὗτοι die lieden verdeelden dat (geld) onder elkaar Dem. 19.168.
Russian (Dvoretsky)
προσδιανέμω: сверх того разделять (λίτραν ἀργυρίου κατ᾽ ἄνδρα Plut.): προσδιανέμεσθαι τὰς ἐπαρχίας Plut. распределить между собой провинции.
Greek Monolingual
Α
διαμοιράζω κάτι επί πλέον («λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα προσδιένειμεν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προσδιανέμω: μέλ. -νεμῶ, διανέμω, μοιράζω, επιπλέον, σε Πλούτ. — Μέσ. στον πληθ., διανέμουν επιπλέον αυτά μεταξύ τους, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιανέμω: διανέμω προσέτι, λίτραν ἀργυρίου κατ’ ἄνδρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 10. ― Μέσ., ἐν τῷ πληθ., πάλιν διενείμαντο, πάλιν διένειμαν αὐτὰ μεταξύ των, Δημ. 293. 26, Πλουτ. Δημήτρ. 30.
Middle Liddell
fut. -νεμῶ
to distribute besides, Plut.: —Mid., in plural, to divide among themselves besides, Dem.