προσπαρασκευάζω

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρασκευάζω Medium diacritics: προσπαρασκευάζω Low diacritics: προσπαρασκευάζω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: prosparaskeuázō Transliteration B: prosparaskeuazō Transliteration C: prosparaskevazo Beta Code: prosparaskeua/zw

English (LSJ)

prepare besides, ἑτέραν δύναμιν D.8.19, etc.:—Med., prepare for oneself besides, ὁρμητήρια Id.19.326.

German (Pape)

[Seite 776] noch dazu bereiten, rüsten; ἑτέραν δύναμιν, Dem. 8, 19, u. öfter, u. Sp., wie Plut. Them. 16.

French (Bailly abrégé)

préparer en outre, acc..
Étymologie: πρός, παρασκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

προσπαρασκευάζω: тж. med. сверх того готовить (ἑτέραν δύναμιν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρασκευάζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, προσέτι, ἑτέραν δύναμιν Δημ. 94. 20, κτλ. ― Μέσ., παρασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν προσέτι, ὁρμητήρια Δημ. 445, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

Α·1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κάτι ακόμη («τάς τε προϋπαρχούσας ναῦς καθείλκυσαν καὶ ἄλλας προσπαρασκευάσαντες», Διόδ.)
2. μέσ. προσπαρασκευάζομαι
ετοιμάζω κάτι ακόμη για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

προσπαρασκευάζω: μέλ. -σω, παρασκευάζω, ετοιμάζω επιπλέον, ἑτέραν δύναμιν, σε Δημ. — Μέσ., παρασκευάζω κι άλλο για τον εαυτό μου, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
to prepare besides, ἑτέραν δύναμιν Dem.:—Mid. to prepare for oneself besides, Dem.