προσφιλοσοφέω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
A speculate further upon, ἔτι τῷ λόγῳ Plu.2.669c; ταῦτα π. Luc.Sat.9.
II philosophize in company with another, c. dat. pers., Id.Gall.11, Philostr.VS2.1.9: metaph., τῇ ἐρημίᾳ καὶ τῇ δικέλλῃ Luc.Tim.6.
German (Pape)
[Seite 787] noch dazu, dabei philosophiren; Luc. Gall. 11; τῇ ἐρημίᾳ καὶ τῇ δικέλλῃ, Tim. 6; mit Einem Philosophie treiben, τινί.
French (Bailly abrégé)
προσφιλοσοφῶ :
philosopher en outre sur, τινι.
Étymologie: πρός, φιλοσοφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φιλοσοφέω verder filosoferen; filosoferen (met), ook met dat.: τῇ βελτίστῃ Πενίᾳ προσφιλοσοφῶν met die beste Armoede filosoferend Luc. 22.22.
Russian (Dvoretsky)
προσφῐλοσοφέω: сверх того или совместно философствовать (τινι Luc. и τι Plut.; π. τινί τι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
προσφῐλοσοφέω: σπουδάζω προσέτι τὴν φιλοσοφίαν, φιλοσοφῶ ἐπὶ πλέον πρός τι, μετὰ δοτ. πράγμ., τῇ ἐρημίᾳ καὶ τῇ δικέλλῃ προσφιλοσοφῶν Λουκ. Τίμ. 6, Κρον. 9, κτλ.· τι Πλούτ. 2. 669C. ΙΙ. φιλοσοφῶ μετά τινος ἄλλου, μετὰ δοτ. προσ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11, Φιλόστρ. 556.
Greek Monotonic
προσφῐλοσοφέω: μέλ. -ήσω,
I. διαλογίζομαι ακόμα περισσότερο σε κάτι, τινί, σε Λουκ.
II. φιλοσοφώ με κάποιον άλλο, με δοτ. προσ., στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to speculate further upon, τινί Luc.
II. to philosophise with another, c. dat. pers., Luc.