πρόσμιξις

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Middle Liddell

πρόσμιξις, εως, [from προσμείγνῡμι] a coming near to, and (in hostile sense) an attack, assault, Thuc.

German (Pape)

[Seite 773] ἡ, Zumischung, Ankunft, Angriff, τοὺς πολεμίους φθάσαι τῇ προσμίξει, Thuc. 5, 72; übh. Annäherung, Sp., wie D. Cass. 40, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'attaquer, attaque, assaut, combat.
Étymologie: προσμίγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσμιξις -εως, ἡ zie πρόσμειξις (aanval).

Russian (Dvoretsky)

πρόσμιξις: εως ἡ воен. сближение (для боя), схватка Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσμιξις: -εως, ἡ, (προσμίγνυμι ΙΙ) τὸ προσέρχεσθαι καὶ (ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας) προσβολή, ἐπίθεσις, Θουκ. 5. 72, Δίων Κ. 40. 2, κτλ.

Greek Monotonic

πρόσμιξις: ἡ, πλησίασμα, προσέγγιση σε, και (με εχθρική σημασία) επίθεση, έφοδος, σε Θουκ.

Lexicon Thucydideum

congressos, having met, 5.72.1.