πύργινος
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
η, ον, tower-like, πολίσματα (prob. for νομίματα cod. Med.) π. A.Pers.859 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 820] die Thürme oder die Stadt betreffend, νομίσματα, Aesch. Pers. 844.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui concerne les tours, et, p. suite, la ville.
Étymologie: πύργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύργινος -η -ον [πύργος]
Russian (Dvoretsky)
πύργῐνος: башенный, т. е. крепкий, как башня или городской (νομίσματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πύργῐνος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς πύργον, νομίσματα π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 859 (λυρ.)· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἡ λέξ. ἀπαντᾷ καὶ ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι ἀμφίβολος.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
ο όμοιος με πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Greek Monotonic
πύργῐνος: -η, -ον (πύργος), αυτός που μοιάζει με πύργο, σε Αισχύλ.