σηματουργός
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ὁ, one who makes devices for shields, A.Th. 491.
German (Pape)
[Seite 874] Zeichen auf den Schildern machend, Aesch. Spt. 473.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ciseleur ou graveur sur boucliers.
Étymologie: σῆμα, ἔργον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηματουργός -οῦ, ὁ [σῆμα, ἔργον] maker van emblemen (op schilden). Aeschl. Sept. 491.
Russian (Dvoretsky)
σημᾰτουργός: ὁ резчик эмблем Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
σημᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σήματα, ἐμβλήματα διὰ τὰς ἀσπίδας, Λατ. signifex, Αἰσχύλ. Θήβ. 491.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκεύαζε εμβλήματα για ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθουργός].
Greek Monotonic
σημᾰτουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει σήματα, εμβλήματα για ασπίδες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σημᾰτ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
one who makes devices for shields, Aesch.