σκευαστός
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
σκευαστή, σκευαστόν, prepared by art, artificial, opp. φυτευτός, Pl.R. 510a; τὰ σ. ib.515c, Arist.Metaph. 1013b18; of a drug, σ. ἐκ.. Luc.Alex.21; medicated, ἅλες Gal.6.549,573; θυμιάματα Dsc.1.23; σκεῦος σ. LXX Is.54.17.
German (Pape)
[Seite 893] adj. verb. von σκευάζω, bereitet, zugerüstet, zugerichtet, was sich gut zubereiten läßt; Gegensatz φυτευτός, Plat. Rep. VI, 510 a, vgl. Ep. VII, 342 d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
préparé, apprêté.
Étymologie: σκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευαστός -ή -όν [σκευάζω] voorbereid, kunstmatig gefabriceerd:. τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν... γένος de natuurlijke en de kunstmatige soort Plat. Resp. 510a.
Russian (Dvoretsky)
σκευαστός: [adj. verb. к σκευάζω (искусственно) приготовленный Luc.: πᾶν τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν γένος Plat. вся совокупность естественных и искусственных вещей.
Greek Monotonic
σκευαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σκευάζω, κατασκευασμένος τεχνητά, τεχνητός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκευαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σκευάζω, παρεσκευασμένος διὰ τέχνης, τεχνητός, ἀντίθετον τῷ φυτευτός, Πλάτ. Πολ. 510Α· ἐπὶ φαρμάκων, Λουκ. Ἀλέξ. 31· τὰ σκευαστὰ Πλάτ. Πολ. 515C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 7.
Middle Liddell
σκευαστός, ή, όν verb. adj. of σκευάζω
prepared by art, artificial, Plat.