σπαδίζω

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾱδίζω Medium diacritics: σπαδίζω Low diacritics: σπαδίζω Capitals: ΣΠΑΔΙΖΩ
Transliteration A: spadízō Transliteration B: spadizō Transliteration C: spadizo Beta Code: spadi/zw

English (LSJ)

(σπάδιξ III) strip off, σπαδίξας τὸ δέρμα Hdt.5.25.

German (Pape)

[Seite 915] od. σπαδίσσω, abziehen, τὸ δέρμα σπαδίξας, Her. 5, 25.

French (Bailly abrégé)

arracher.
Étymologie: σπάδιξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαδίζω [σπάω] aor. ptc. σπαδίξας, afstropen.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰδίζω: или σπᾰδίσσω σπάω сдирать, срывать, снимать (τὸ δέρμα Her.).

Greek Monolingual

Α
αποσπώ, γδέρνω («σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ δέρμα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα- του σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπάδιξ) + κατάλ. -ίζω (βλ. και λ. σπάω)].

Greek Monotonic

σπαδίζω: μέλ. -ξω (σπάω), αποσπώ, εξάγω, γδέρνω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σπαδίζω: (σπάω) ἀποσπῶ, ἐκδέρω, σπαδίξας τὸ δέρμα Ἡρόδ. 5. 25.

Middle Liddell

σπαδίζω, σπάω
to draw off, Hdt.