σπαδίζω
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
(σπάδιξ III) strip off, σπαδίξας τὸ δέρμα Hdt.5.25.
German (Pape)
[Seite 915] od. σπαδίσσω, abziehen, τὸ δέρμα σπαδίξας, Her. 5, 25.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαδίζω [σπάω] aor. ptc. σπαδίξας, afstropen.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰδίζω: или σπᾰδίσσω σπάω сдирать, срывать, снимать (τὸ δέρμα Her.).
Greek Monolingual
Α
αποσπώ, γδέρνω («σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ δέρμα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα- του σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπάδιξ) + κατάλ. -ίζω (βλ. και λ. σπάω)].
Greek Monotonic
σπαδίζω: μέλ. -ξω (σπάω), αποσπώ, εξάγω, γδέρνω, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σπαδίζω: (σπάω) ἀποσπῶ, ἐκδέρω, σπαδίξας τὸ δέρμα Ἡρόδ. 5. 25.