στοιχηγορέω

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχηγορέω Medium diacritics: στοιχηγορέω Low diacritics: στοιχηγορέω Capitals: ΣΤΟΙΧΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: stoichēgoréō Transliteration B: stoichēgoreō Transliteration C: stoichigoreo Beta Code: stoixhgore/w

English (LSJ)

tell in regular order, A.Pers.430.

German (Pape)

[Seite 946] der Reihe nach hererzählen, Aesch. Pers. 422.

French (Bailly abrégé)

στοιχηγορῶ :
raconter en ordre.
Étymologie: στοῖχος, ἀγορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοιχηγορέω [στοῖχος, ἀγορεύω] in volgorde vertellen.

Russian (Dvoretsky)

στοιχηγορέω: рассказывать (все) по порядку Aesch.

Greek Monotonic

στοιχηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με λογική τάξη, με ειρμό, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχηγορέω: λέγω ἐν κανονικῇ τάξει, κατὰ σειράν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 430.

Middle Liddell

στοιχ-ηγορέω, fut. -ήσω
to tell in regular order, Aesch.