στοιχηγορέω
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
tell in regular order, A.Pers.430.
German (Pape)
[Seite 946] der Reihe nach hererzählen, Aesch. Pers. 422.
French (Bailly abrégé)
στοιχηγορῶ :
raconter en ordre.
Étymologie: στοῖχος, ἀγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοιχηγορέω [στοῖχος, ἀγορεύω] in volgorde vertellen.
Russian (Dvoretsky)
στοιχηγορέω: рассказывать (все) по порядку Aesch.
Greek Monotonic
στοιχηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με λογική τάξη, με ειρμό, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχηγορέω: λέγω ἐν κανονικῇ τάξει, κατὰ σειράν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 430.