συγκαθαρμόζω
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
join in composing the limbs of a dead man, join in preparing for burial, S.Aj.922.
German (Pape)
[Seite 963] mit od. zugleich anpassen. Bei Soph. Ai. 922 = mit zur Erde bestatten, πεπτῶτ' ἀδελφὸν τόνδε συγκαθαρμόσαι.
French (Bailly abrégé)
ensevelir (litt. arranger les membres d'un mort) ensemble.
Étymologie: σύν, καθαρμόζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καθαρμόζω helpen te fatsoeneren, helpen klaarmaken om te begraven, helpen afleggen.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθαρμόζω: совместно убирать для погребения, омывать, т. е. хоронить, погребать (τὸν πεπτῶτ᾽ ἀδελφόν Soph.).
Greek Monolingual
Α
βοηθώ στην ετοιμασία νεκρού για ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθαρμόζω «προσαρμόζω, εφαρμόζω»].
Greek Monotonic
συγκαθαρμόζω: μέλ. -σω, συμμετέχω στην τακτοποίηση των μελών ενός πτώματος, συμμετέχω στην προπαρασκευή της ταφής, κηδεύω, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθαρμόζω: βοηθῶ εἰς τὴν περιστολὴν τῶν μελῶν ἀνθρώπου τινὸς νεκροῦ, βοηθῶ εἰς τὴν ἑτοιμασίαν νεκροῦ πρὸς ταφήν, πεπτῶτ’ ἀδελφὸν τόνδε συγκαθαρμόσαι, «περιστεῖλαι» (Σχόλ), Σοφ. Αἴ. 922.
Middle Liddell
fut. σω
to join in composing the limbs of a dead man, to join in preparing for burial, Soph.