συμπαιδεύω
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
A teach together, τοὺς υἱούς J.AJ16.8.3:—Pass., to be educated with others, Isoc.9.22; μετά τινος Is.9.28; τινι ib.37, cf. Plb.6.44.9.
2 educate at the same time, εἴς τι X.Oec.5.13.
German (Pape)
[Seite 983] mit erziehen od. unterrichten; εἰς τὸ ἐπαρκεῖν ἀλλήλοις, Xen. Oec. 5, 14; pass., Isocr. 9, 22; συμπαιδευθῆναί τινι, Isae. 9, 37; βίᾳ καὶ θυμῷ συμπεπαιδευμένος, d. i. von Jugend auf daran gewohnt, Pol. 6, 44, 9.
French (Bailly abrégé)
1 instruire ou élever ensemble, acc.;
2 habituer en même temps dès l'enfance : εἴς τι ou τινι à qch.
Étymologie: σύν, παιδεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παιδεύω samen opvoeden.
Russian (Dvoretsky)
συμπαιδεύω: воспитывать вместе или одновременно (συμπαιδευθῆναί τινι или μετά τινος Isae.): οἱ συμπαιδευθέντες Isocr. воспитанные вместе, друзья детства; σ. εἰς τὸ ἐπαρκεῖν ἀλλήλοις Xen. воспитывать в духе взаимопомощи; συμπεπαιδευμένος τινί Polyb. с детства приученный к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαιδεύω: παιδεύω, διδάσκω ὁμοῦ, τοὺς υἱοὺς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 8, 3· ― Παθητ., ἐκπαιδεύομαι μετ’ ἄλλων, Ἰσοκρ. 193Β· μετά τινος Ἰσαῖ. 77. 32· τινι ὁ αὐτ. 78. 37. 2) ἐκπαιδεύω συγχρόνως, εἴς τι Ξεν. Οἰκ. 5, 14. ― Παθ., Πολύβ. 6. 41. 9.
Greek Monolingual
Α παιδεύω
1. εκπαιδεύω, διδάσκω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο
2. εκπαιδεύω κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («συμπαιδεύει δὲ καὶ εἰς τὸ ἄρχειν ἄλλων ἡ γεωργία», Ξεν.).
Greek Monotonic
συμπαιδεύω: μέλ. -σω, διδάσκω μαζί, εκπαιδεύω, παιδαγωγώ συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., εκπαιδεύομαι μαζί με άλλους, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
fut. σω
to teach together, educate at the same time, Xen.: Pass. to be educated with others, Isocr.