Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπατέω

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπᾰτέω Medium diacritics: συμπατέω Low diacritics: συμπατέω Capitals: ΣΥΜΠΑΤΕΩ
Transliteration A: sympatéō Transliteration B: sympateō Transliteration C: sympateo Beta Code: sumpate/w

English (LSJ)

tread together, as clothes in washing, Cratin.275; trample under foot, γέννημα φρύνου Babr.28.1; σταφυλάς Gp.8.23.1: metaph., κόσμον Clearch.3; τινας OGI519.30 (Aragueni, iii A.D.):—Pass., to be trampled under foot, as by horses, etc., Aeschin.3.164, Thphr. HP 8.7.5, Plb.1.34.7, J.AJ9.6.4, etc.

German (Pape)

[Seite 985] zusammentreten, zertreten, τινά, Babr. 28, 1; pass. συμπατηθήσεσθαι ὑπὸ τῆς ἵππου, Aesch. 3, 164; συνεπατήθησαν, Pol. 1, 34, 7, u. öfter; συμπατούμενος ὑπὸ τῶν ἱππέων, Luc. Zeux. 10; auch von der Wäsche, Cratin. bei Poll. 7, 38.

French (Bailly abrégé)

συμπατῶ :
fouler aux pieds.
Étymologie: σύν, πατέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πατέω in elkaar trappen, vertrappen.

Russian (Dvoretsky)

συμπᾰτέω: топтать, растаптывать (τινα Babr.); pass. быть растаптываемым, давимым (ὑπὸ τῆς ἵππου Aeschin.; ὑπὸ τῆς βίας, sc. τῶν ἐλεφάντων Polyb.).

Greek Monotonic

συμπᾰτέω: μέλ. -ήσω, τσαλαπατώ μαζί, καταπατώ, συνθλίβω με το πόδι μου, σε Βάβρ. — Παθ., καταπατούμαι, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπᾰτέω: πατῶ ὁμοῦ, καταπατῶ, οἷον ἐνδύματα ἢ ὑφάσματα κατὰ τὴν πλύσιν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 116 καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας, γέννημα φρύνου συνεπάτησε βοῦς πίνων Βαρβ. 28. 1· συμπατήσαντες (τὰς σταφυλὰς) Γεωπ. 8. 23, 1· μεταφορ., σ. κόσμον Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 681C. ― Παθητ., καταπατοῦμαι, οἷον ὑπὸ ἵππων, Αἰσχίν. 77. 10, Πολύβ. 1. 34, 7, κτλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to tread together, trample under foot, Babr.:—Pass. to be trampled under foot, Aeschin.