συμπορσύνω

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορσύνω Medium diacritics: συμπορσύνω Low diacritics: συμπορσύνω Capitals: ΣΥΜΠΟΡΣΥΝΩ
Transliteration A: symporsýnō Transliteration B: symporsynō Transliteration C: symporsyno Beta Code: sumporsu/nw

English (LSJ)

[ῡ], help to arrange, promote, τὴν κατόρθωσιν Hp.Art. 16; κέλευθόν τινι A.R.4.549 (tm.).

German (Pape)

[Seite 989] mit einrichten, befördern; Hippocr.; κέλευθον, Ap. Rh. 4, 549.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορσύνω: [ῡ], ὁμοῦ τακτοποιῶ, διενεργῶ, διευκολύνω, συμπαρασκευάζω, συμπορσύνοι ἂν τὴν κατόρθωσιν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· σὺν γὰρ οἱ ἄναξ πόρσυνε κέλευθον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ΄, 549.

Greek Monolingual

Α
παρασκευάζω, προετοιμάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πορσύνω «προετοιμάζω, παρασκευάζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πορσύνω helpen tot stand te brengen.