συμφθείρω
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
A destroy together or altogether, E.Andr.947, Luc.Prom. Es5, S.E.8.480:—Pass., perish along with, τινι Arist.Top.150a33: abs., perish together, Plb.6.5.6.
2 Pass., to be with a person to his or one's own hurt, τίνι συμφθείρομαι; whose partner in crime am I? Heraclit.Ep.7.3; εἰς ταὐτὸ συμφθαρέντες having unfortunately met at one place, Plu.2.708e; of illegitimate sexual intercourse, Ps.-Luc. Philopatr.9, Steph.in Hp.1.76 D., Suid. s.v. Ἱλάριος.
II Pass., of colours, melt or die away into each other, Plu.2.436b; of sounds, D.H.Dem.48; -εφθαρμένα ἀλλήλοις, of π and ς in ψ, Id.Comp.14; of qualities, Iamb.in Nic.p.81 P.
German (Pape)
[Seite 991] mit, zugleich oder ganz zu Grunde richten; Eur. Andr. 948; τὸ πῦρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην καὶ ἑαυτὸ συμφθείρει, S. Emp. adv. log. 2, 480. – Pass. συμφθείρεσθαι, zusammen umkommen, Pol. 6, 5, 6; εἰς τὸ αὐτό, unglücklicherweise an einem Orte zusammenkommen, Plut. Symp. 7, 6, 3. – Von Farben, sie verschmelzen, so daß eine unmerklich in die andere übergeht, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 129.
French (Bailly abrégé)
1 perdre, détruire ou ruiner ensemble ; Pass. être perdu avec, périr avec;
2 dégrader les couleurs de manière à les fondre ensemble.
Étymologie: σύν, φθείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φθείρω [σύν, φθείρω] act. met acc. samen verwoesten, meehelpen te verwoesten, tegelijk verwoesten:. συμφθείρει λέχος ze helpt een huwelijk te verwoesten Eur. Andr. 947; τὸ ἑκατέρου κάλλος ἡ μῖξις συνέφθειρεν de vermenging heeft de schoonheid van elk van beide in één keer vernietigd Luc. 71.5. med.-pass. intrans. samen te gronde gaan, geheel te gronde gaan, m. n. i. v. m. seks. relaties. κρυφίως συνεφθείρετο ze liet zich heimelijk verleiden [Luc.] 82.9.
Russian (Dvoretsky)
συμφθείρω:
1 совершенно губить, уничтожать (τὸ κάλλος Luc.);
2 вместе уничтожать: τῷ ὅλῳ συμφθείρεται τὰ μέρη Arst. вместе с целым уничтожаются (и его) части;
3 совершенно развращать (τινά Eur.): συμφθείρεσθαι εἰς τὸ αὐτό Plut. предаваться одному и тому же распутству.
Greek (Liddell-Scott)
συμφθείρω: καταστρέφω ὁμοῦ ἢ ἐντελῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 947, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 5, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀριστ. Τοπ. 6. 13, 4, Πολύβ. 6. 5, 6· συμφθείρομαι εἰς τὸ αὐτό, συναντῶμαι κακῇ τύχῃ εἰς τὸ αὐτό, Πλούτ. 2. 708Ε· ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Λουκ. Φιλόπατρ. 9, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐπὶ χρωμάτων, συγχωνεύομαι εἰς ἕτερον χρῶμα, βαθμηδὸν μεταβάλλομαι καὶ ἐναλλάσσομαι πρὸς ἕτερον, Πλούτ. 2. 436Β· οὕτως ἐπὶ ἤχων, ἀπαγγελίας κλπ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 48.
Greek Monolingual
Α φθείρω / -ομαι]
1. καταστρέφω συγχρόνως ή μαζί με άλλον («τὸ πῡρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην και ἑαυτὸ συμφθείρει», Ευρ.)
2. παθ. συμφθείρομαι
α) έχω κακό συναπάντημα
β) βρίσκομαι μαζί με κάποιον για κακό και τών δύο μας
γ) (για χρώματα) αναμιγνύομαι και μεταβάλλομαι βαθμιαία
δ) (γενικά) συγχωνεύομαι.
Greek Monotonic
συμφθείρω: καταστρέφω μαζί, συγχρόνως ή από κοινού, σε Ευρ., Λουκ.
Middle Liddell
to destroy together or altogether, Eur., Luc.