συνέντευξη

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

η / συνέντευξις, -εύξεως, ΝΑ
νεοελλ.
1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει»)
2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα
3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη»
i) μορφή έρευνας της κοινής γνώμης και δημόσιων σχέσεων κατά την οποία, με προσωπική επικοινωνία ειδικών ερευνητών με το κοινό συγκεντρώνονται στοιχεία και δεδομένα για διάφορα θέματα
ii) μέθοδος διερεύνησης της αγοράς κατά την οποία συλλέγονται πληροφορίες με άμεση επικοινωνία από άτομα που έχουν επιλεγεί ως δείγμα με βάση τις απαντήσεις τους σε ορισμένο ερωτηματολόγιο
iii) άμεση συζήτηση με πρόσωπο που είναι υποψήφιο για πρόσληψη σε υπηρεσία ή εταιρεία, κατά την οποία διαπιστώνονται ορισμένες ικανότητες που απαιτούνται για την αντίστοιχη απασχόληση
β) «παίρνω συνέντευξη»
(για δημοσιογράφο) συναντώμαι με ένα σημαντικό πρόσωπο και συνομιλώ μαζί του για σοβαρό θέμα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «συντυχία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-εντυγχάνω (πρβλ. έντευξις: εντυγχάνω)].