συνανίσχω
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
= συνανέχω, rise or spring forth together, of rivers, Ael.NA14.23, cf. 10.45; πῶλος σ., out of the sea, Philostr.Im.2.14.
German (Pape)
[Seite 1001] = συνανέχω, Ael. H. A. 14, 23.
French (Bailly abrégé)
1 s'élever ensemble;
2 se contenir, se maintenir.
Étymologie: σύν, ἀνίσχω.
Greek (Liddell-Scott)
συνανίσχω: συνανέχω, συνεξέρχομαι, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23, πρβλ. 10. 15· πώλου ἐφαπτομένῃ συνανίσχοντος, ἐξερχομένου μετ’ αὐτῆς ἐκ τῆς θαλάσσης, Φιλόστρ. 831.
Greek Monolingual
Α
1. συνανέχω
2. (για ποταμό) πηγάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω «σηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά»].