συνανίσχω

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανίσχω Medium diacritics: συνανίσχω Low diacritics: συνανίσχω Capitals: ΣΥΝΑΝΙΣΧΩ
Transliteration A: synaníschō Transliteration B: synanischō Transliteration C: synanischo Beta Code: sunani/sxw

English (LSJ)

= συνανέχω, rise or spring forth together, of rivers, Ael.NA14.23, cf. 10.45; πῶλος σ., out of the sea, Philostr.Im.2.14.

German (Pape)

[Seite 1001] = συνανέχω, Ael. H. A. 14, 23.

French (Bailly abrégé)

1 s'élever ensemble;
2 se contenir, se maintenir.
Étymologie: σύν, ἀνίσχω.

Greek (Liddell-Scott)

συνανίσχω: συνανέχω, συνεξέρχομαι, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23, πρβλ. 10. 15· πώλου ἐφαπτομένῃ συνανίσχοντος, ἐξερχομένου μετ’ αὐτῆς ἐκ τῆς θαλάσσης, Φιλόστρ. 831.

Greek Monolingual

Α
1. συνανέχω
2. (για ποταμό) πηγάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω «σηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά»].