συνδιαχέω

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαχέω Medium diacritics: συνδιαχέω Low diacritics: συνδιαχέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΧΕΩ
Transliteration A: syndiachéō Transliteration B: syndiacheō Transliteration C: syndiacheo Beta Code: sundiaxe/w

English (LSJ)

dissolve a thing into a liquid, Plu.2.953d (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1008] (s. χέω), mit od. zugleich auseinander-, zergießen, auflösen, Plut. de prim. frigid. 19, übertr., mit erheitern.

French (Bailly abrégé)

verser et mêler dans.
Étymologie: σύν, διαχέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαχέω: μέλλ. -χεῶ, διαλύω τι οὕτως ὥστε νὰ μεταβάλληται εἰς ἄλλο τι, Πλούτ. 2. 953D· φωνὴ τῷ φθόγγῳ συνδιαχεομένη Νύσσ. τ. 2, σ. 760Β.

Greek Monolingual

Α διαχέω
(κυρίως το παθ.) συνδιαχέομαι
α) διαλύομαι μέσα σε υγρό ταυτόχρονα με κάτι άλλο
β) διασκορπίζομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.