συνδιαχέω
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
dissolve a thing into a liquid, Plu.2.953d (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1008] (s. χέω), mit od. zugleich auseinander-, zergießen, auflösen, Plut. de prim. frigid. 19, übertr., mit erheitern.
French (Bailly abrégé)
verser et mêler dans.
Étymologie: σύν, διαχέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαχέω: μέλλ. -χεῶ, διαλύω τι οὕτως ὥστε νὰ μεταβάλληται εἰς ἄλλο τι, Πλούτ. 2. 953D· φωνὴ τῷ φθόγγῳ συνδιαχεομένη Νύσσ. τ. 2, σ. 760Β.
Greek Monolingual
Α διαχέω
(κυρίως το παθ.) συνδιαχέομαι
α) διαλύομαι μέσα σε υγρό ταυτόχρονα με κάτι άλλο
β) διασκορπίζομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.