Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφυδάω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. prés;
c.
σφριγάω.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

σφῠδάω: Aesch. v. l. = σφριγάω.

Greek (Liddell-Scott)

σφυδάω: σφριγῶ, εἶμαι πλήρης σφρίγους, σφυδῶντα θυμὸν ἰσχναίνειν βίᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 380 (ὡς ἐν τῷ κώδικι Μ ἐκ δευτέρας χειρός, ἀντὶ σφριγῶντα), πρβλ. Ἡσύχ.: «σφυδῶν· εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» - «διασφυδῶσαι· αὐξῆσαι»· - ὁ παθ. τύπος ἀπαντᾷ ἐν Τιμοκλέους «Πύκτῃ» 1, δειπνοῦσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια, τρώγουσι τὰ ξένα ἀκορέστως μέχρι διαρρήξεως, πρβλ. σφυρόομαι.

Greek Monotonic

σφυδάω: μόνο σε ενεστ., = σφύζω· μεταφ., είμαι γεμάτος σφρίγος και ζωτική ενέργεια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σφυδάω, only in pres.] = σφύζω
metaph. to be in full vigour, Aesch.