σφυδάω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. prés;
c. σφριγάω.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Russian (Dvoretsky)
σφῠδάω: Aesch. v. l. = σφριγάω.
Greek (Liddell-Scott)
σφυδάω: σφριγῶ, εἶμαι πλήρης σφρίγους, σφυδῶντα θυμὸν ἰσχναίνειν βίᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 380 (ὡς ἐν τῷ κώδικι Μ ἐκ δευτέρας χειρός, ἀντὶ σφριγῶντα), πρβλ. Ἡσύχ.: «σφυδῶν· εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» - «διασφυδῶσαι· αὐξῆσαι»· - ὁ παθ. τύπος ἀπαντᾷ ἐν Τιμοκλέους «Πύκτῃ» 1, δειπνοῦσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια, τρώγουσι τὰ ξένα ἀκορέστως μέχρι διαρρήξεως, πρβλ. σφυρόομαι.
Greek Monotonic
σφυδάω: μόνο σε ενεστ., = σφύζω· μεταφ., είμαι γεμάτος σφρίγος και ζωτική ενέργεια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σφυδάω, only in pres.] = σφύζω
metaph. to be in full vigour, Aesch.