τανύθριξ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, long-haired, shaggy, αἴξ Hes. Op. 516; ὗς a bristly swine, Semon. 7.2.
German (Pape)
[Seite 1067] τριχος, ὁ, ἡ, mit gestrecktem, langem Haare, αἴξ, Hes. O. 518.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux longs poils ; aux longues soies.
Étymologie: τανύω, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύθριξ: τρῐχος adj. длинношерстный (οἴξ Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς τρίχας, αἲξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 514· ταν. ὗς, ἔχουσα τεντωμένας, ἀνωρθωμένας τρίχας, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 2.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τανύτριχος, -ον, Α
1. αυτός που έχει μακριές τρίχες
2. αυτός που έχει πολλές και πυκνές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
3. φρ. «ὗς τανύθριξ» — είδος αγριογούρουνου με ανορθωμένες τις τρίχες του σώματός του (Σιμων. Αμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + θριξ, τριχός (πρβλ. σκληρόθριξ)].
Greek Monotonic
τᾰνύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές τρίχες, μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ησίοδ.