τεκνοῦμαι
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
τεκνόω, ΜΑ τέκνον
μσν.
(το μέσ.) τεκνοῦμαι
αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω
αρχ.
1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῦσι παίδων παισίν», Ευρ.)
2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για γυναίκα και το μέσ. συν. για γυναίκα και σπάν. για άνδρα) τεκνοποιώ, κάνω παιδιά, γεννώ παιδιά (α. «ἐν κόλποις σε Πήδας ἐτέκνωσε πατήρ», Ευρ.
β. «ἀρχὴ ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι καὶ τοῖς ἄρρεσι τοῦ τεκνοῦν», Αριστοτ.
γ. «ἥν Ζεῡς... τεκνώσατο κούρην», Ορφ. Ύμν.
δ. «τεκνώσασα μετ' αὐτοῦ», επιγρ.)
3. μτφ. κάνω, παράγω, δημιουργώ (α. «μέγαν τελεσθέντα φωτὸς ὄλβον τεκνοῦσθαι», Αισχύλ.
β. «μυρίας ὁ μυρίος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε», Σοφ.
γ. «χθών ἐτεκνώσατο φάσματ' ὀνείρων», Τιμόθ.)
4. (το μέσ. και παθ.) τεκνοῦμαι, τεκνόομαι
α) γίνομαι μητέρα ή πατέρας, γίνομαι γονιός (α. «ἐξ οὗ 'τεκνώθη, Λάϊος», Ευρ.
β. «ὡς ἐκ Ποσειδῶνος τεκνωθείη», Πλούτ.)
β) γεννιέμαι (α. «τὸν ἄγαμον γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον», Σοφ.
β. «ἐτέκνωθεν κράτιστοι»)
γ) υιοθετούμαι («πλεύσας πρὸς Αἴολον καὶ τεκνωθεὶς ὑπ' αὐτοῦ», Διόδ.)
δ) μτφ. γίνομαι (α. «μὴ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος», Αισχύλ.
β. «νόμοι... δ' αἰθέρα τεκνωθέντες», Σοφ.).