τοκισμός

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκισμός Medium diacritics: τοκισμός Low diacritics: τοκισμός Capitals: ΤΟΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: tokismós Transliteration B: tokismos Transliteration C: tokismos Beta Code: tokismo/s

English (LSJ)

ὁ, the practice of usury, X.Vect.4.6, Arist.Pol.1258b25.

German (Pape)

[Seite 1126] ὁ, das Wuchern; Xen. vect. 4, 6; Arist. pol. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
prêt à intérêt ; usure.
Étymologie: τοκίζω.

Russian (Dvoretsky)

τοκισμός:отдача денег в рост, ростовщичество Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τοκισμός: ὁ, τὸ τοκίζειν, δανείζειν χρήματα ἐπὶ τόκῳ, Ξενοφ. Πόροι 4. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 3.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τοκίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τοκίζω, η έντοκη επένδυση, ενός κεφαλαίου για κάποιο χρονικό διάστημα.

Greek Monotonic

τοκισμός: ὁ, τοκογλυφία, δανεισμός χρημάτων με τόκο, σε Ξεν.

Middle Liddell

τοκισμός, οῦ, ὁ, [from τοκίζω
the practice of usury, Xen.