τριπάνουργος
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
[ᾰ], ον, triply base, an arch-rogue, Ἔρως AP12.57 (Mel.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très perfide.
Étymologie: τρεῖς, πανοῦργος.
German (Pape)
dreifach, d.i. sehr schuftig, Erzschuft, Ἔρως Mel. 12 (XII.57).
Russian (Dvoretsky)
τρῐπάνουργος: трижды коварный, т. е. страшно лукавый (Ἔρως Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπάνουργος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς πανοῦργος, «τετραπέρατος», τὸν τριπάνουργον ἔρωτα Ἀνθ. Π. 12. 57.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο τρεις φορές πανούργος, πολύ πανούργος, παμπόνηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι + πανοῦργος.
Greek Monotonic
τρῐπάνουργος: [ᾰ], -ον, τρεις φορές πανούργος, «τετραπέρατος», εξαιρετικά πολυμήχανος, σε Ανθ.