τριπάνουργος

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπάνουργος Medium diacritics: τριπάνουργος Low diacritics: τριπάνουργος Capitals: ΤΡΙΠΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: tripánourgos Transliteration B: tripanourgos Transliteration C: tripanourgos Beta Code: tripa/nourgos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, triply base, an arch-rogue, Ἔρως AP12.57 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très perfide.
Étymologie: τρεῖς, πανοῦργος.

German (Pape)

dreifach, d.i. sehr schuftig, Erzschuft, Ἔρως Mel. 12 (XII.57).

Russian (Dvoretsky)

τρῐπάνουργος: трижды коварный, т. е. страшно лукавый (Ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπάνουργος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς πανοῦργος, «τετραπέρατος», τὸν τριπάνουργον ἔρωτα Ἀνθ. Π. 12. 57.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές πανούργος, πολύ πανούργος, παμπόνηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι + πανοῦργος.

Greek Monotonic

τρῐπάνουργος: [ᾰ], -ον, τρεις φορές πανούργος, «τετραπέρατος», εξαιρετικά πολυμήχανος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-πᾰ́νουργος, ον,
triply-base, an arch-rogue, Anth.