υπόβαση

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

η / ὑπόβασις, -άσεως, ΝΜΑ ὑποβαίνω
νεοελλ.
η επιφάνεια την οποία καταλαμβάνει και στην οποία στηρίζεται ένα κτήριο ή μια μηχανή
μσν.
αίσθημα κατωτερότητας («ὁ δαίμων... ὑποβάλλει αὐτῷ καὶ λογισμοὺς μετὰ ὑποβάσεως», Αντίοχ. Μον.)
μσν.-αρχ.
1. η κίνηση προς τα πίσω ή προς τα κάτω, χαμήλωμα («ἔπειθ΄ ὑπόβασιν λαμβάνειν κατ' ὀλίγον», Στράβ.)
2. μτφ. παρακμή, επιδείνωση
3. κατώτερη θέση, κατωτερότητα («δυνάμεων οὐρανίων ὑποβάσεις καὶ ὑπερθέσεις», Γρηγ. Ναζ.)
4. φρ. «καθ' ὑπόβασιν»
i) σε διαδοχική βαθμολογική κατάταξη (Κλήμ. Αλ.)
ii) κατεβαίνοντας, προς τα κάτω σε μια σειρά
αρχ.
1. βάση, υπόβαθρο, κρηπίδα («τρίποδα τὴν ὑπόβασιν ἔχοντες τρίποδες ὠνομάζοντο», Αθήν.)
2. το λύγισμα τών ποδιών του αλόγου όταν ετοιμάζεται να δεχθεί τον αναβάτη («γοργοτέραν τε καὶ ἰσχυροτέραν ἕξει τὴν ὑπόβασιν», Ξεν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐνδότατος χιτών, τὸ περίζωμα».