φθάρμα

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθάρμα Medium diacritics: φθάρμα Low diacritics: φθάρμα Capitals: ΦΘΑΡΜΑ
Transliteration A: phthárma Transliteration B: phtharma Transliteration C: ftharma Beta Code: fqa/rma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A corruption, LXX Le.22.25.
II outcast, castaway, J.BJ5.10.5.

German (Pape)

[Seite 1270] τό, das Verderben, das Verderbte, der Auswurf, Wegwurf, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθάρμα: τό, φθορά, διαφθορά, ὅτι φθάρματά ἐστιν ἐν αὐτοῖς Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 25). ΙΙ. ἐφθαρμένος, κάθαρμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 5· τῆς ἀποθήκης τὰ φθάρματα, τουτέστι καὶ σκώληκας καὶ σῆτας Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 502Α.

Greek Monolingual

-άρματος, τὸ, Α
1. φθορά, καταστροφή
2. καθετί που προξενεί καταστροφή
3. μτφ. (για πρόσ.) διεφθαρμένο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -μα].