φιλητικός

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλητικός Medium diacritics: φιλητικός Low diacritics: φιλητικός Capitals: ΦΙΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: philētikós Transliteration B: philētikos Transliteration C: filitikos Beta Code: filhtiko/s

English (LSJ)

φιλητική, φιλητικόν,
A disposed to love, τινος Arist.EN1117b30, Pol.1327b39: abs., affectionate, Id.EE1239a27, HA 488b21, Plu.2.3d (Comp.): τὸ φ. Id.Per.1.
II fond of kissing, Arist.Pr.953b15.

German (Pape)

[Seite 1277] zum Lieben, Küssen gehörig, geneigt dazu, τινός, Arist. eth. 3, 10 u. Sp., wie Plut. Pericl. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. porté à aimer, gén. ; abs. aimant, caressant;
II. qui aime à embrasser.
Étymologie: φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

φῐλητικός:
1 любящий Plut.: φ. τινος Arst. любящий что-л.;
2 любящий ласкаться (κύων Arst.): ποιεῖ φιλητικοὺς ὁ οἶνος Arst. вино разнеживает (людей).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλητικός: -ή, -όν, ὁ φύσει ἔχων κλίσιν εἰς τὸ φιλεῖν τι, ὁ διατεθειμένος νὰ ἀγαπᾷ τι, τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 2, Πολιτικ. 7. 7, 5· ἀπολ., ἀγαπητός, τρυφερός, πλήρης στοργῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 4, 5, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33, Πλούτ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. 768. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ φιλῇ, νὰ ἀσπάζηταί τινα, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φιλῶ
1. αυτός που έχει τη φυσική τάση να αγαπά
2. τρυφερός, στοργικός
3. αυτός που του αρέσει να φιλά κάποιον ή κάτι.
επίρρ...
φιλητικῶς ΜΑ
με στοργή και τρυφερότητα.

Greek Monotonic

φῐλητικός: -ή, -όν (φιλέω), διατεθειμένος να αγαπήσει, τινος, σε Αριστ.· απόλ., τρυφερός, συμπαθής, στον ίδ.

Middle Liddell

φῐλητικός, ή, όν φιλέω
disposed to love, τινος Arist.: absol. loving, affectionate, Arist.