φυγαδικός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδικός Medium diacritics: φυγαδικός Low diacritics: φυγαδικός Capitals: ΦΥΓΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: phygadikós Transliteration B: phygadikos Transliteration C: fygadikos Beta Code: fugadiko/s

English (LSJ)

φυγαδική, φυγαδικόν, of or for an exile, φ. προθυμία the reckless zeal of a refugee, Th.6.92; φ. ἐλπίδες Plu.Pel.8; φ. νῆσος Id.2.603b; φ. οἰκίαι IG12(9).196.24 (Eretria, iv B. C.); οἱ φυγαδικοί, = οἱ φυγάδες, Plb.22.10.6; τὸ φ. D.H.6.63, D.S.14.32. Adv. φυγαδικῶς, ζῶντας Plu.Tim.24.

German (Pape)

[Seite 1311] den φυγάς, den Flüchtling od. Verbannten betreffend, ihm eigen, geziemend; Thuc. 6, 92; τὸ φυγαδικόν, = οἱ φυγάδες, D. Hal. 6, 63; auch οἱ φυγαδικοί, Pol. 23, 10, 6. – Adv., φυγαδικῶς ζῆν Plut. Timol. 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'exil ou les exilés.
Étymologie: φυγάς.

Russian (Dvoretsky)

φῠγᾰδικός: IIизгнанник Polyb.
касающийся изгнания или изгнанника: ἡ φυγαδικὴ προθυμία Thuc. рвение, присущее (обычно) изгнанникам; φυγαδικαὶ ἐλπίδες Plut. возлагаемые на изгнанников надежды; φυγαδικὴ δικαιολογία Plut. судебный процесс об изгнании; φυγαδικὸν τόπον Plut. место изгнания - см. тж. φυγαδικόν.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐξόριστον, φυγ. προθυμία, ὁ ἀπερίσκεπτος ζῆλος τοῦ ἐξορίστου Θουκ. 6. 92· φ. ἐλπίδες Πλουτ. Πελοπ. 8· φ. νῆσος ὁ αὐτ. 2. 603 Β· ― οἱ φυγαδικοί, = οἱ φυγάδες, Πολύβ. 23. 10, 6· οὕτω, τὸ φυγ. Διον. Ἁλ. 6. 53, Διόδ. 14. 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Τιμολ. 24.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φυγάς, -άδος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.)
2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν
οι φυγάδες.
επίρρ...
φυγαδικῶς Α
κατά τον τρόπο τών φυγάδων.

Greek Monotonic

φῠγᾰδικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε εξόριστο, φυγαδικὴ προθυμία, απερίσκεπτος ζήλος εξόριστου, σε Θουκ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φῠγᾰδικός, ή, όν
of or for an exile, φ. προθυμία the reckless zeal of an exile, Thuc. adv. -κῶς, Plut.

Lexicon Thucydideum

ad exulem pertinens, pertaining to an exile, 6.92.2.