χάμευνος
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
χάμευνον, sleeping on the ground, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1334] an der Erde oder am Boden schlafend, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
χάμευνος: -ον, ὁ χαμαὶ κοιμώμενος, Μάξιμ. Τύρ. 24. 8.
Greek Monolingual
-ον, Α χαμεύνη
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κοιμάται καταγής
2. μτφ. ποταπός, τιποτένιος.