χάμευνος
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
χάμευνον, sleeping on the ground, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1334] an der Erde oder am Boden schlafend, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
χάμευνος: -ον, ὁ χαμαὶ κοιμώμενος, Μάξιμ. Τύρ. 24. 8.
Greek Monolingual
-ον, Α χαμεύνη
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κοιμάται καταγής
2. μτφ. ποταπός, τιποτένιος.