ψαχνός

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος
2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό
α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα
β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό»)
3. φρ. α) «ο νους του στο ψαχνό» — σκέπτεται μόνον το υλικό όφελος
β) «βαράει στο ψαχνό»
i) (κυριολ.) πυροβολεί κατευθείαν σε άνθρωπο ή σε πλήθος και όχι για εκφοβισμό
ii) μτφ. χτυπάει χωρίς λύπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ψώχω «τρίβω». Η εναλλαγή, ωστόσο, στον φωνηεντισμό ω/α είναι σπάνια και δυσερμήνευτη. Το επίθ. επίσης έχει συνδεθεί με το αρχ. επίθ. σαχνός «τρυφερός, ισχνός» (πρβλ. ψώχω: σώχω)].