ψυχήϊος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
η, ον, having a ψυχή, alive, living, Pythag. ap. Luc.Vit.Auct.6 (v.l. ἐμψ.).
German (Pape)
[Seite 1404] beseelt, belebt, lebendig, Luc. vit. auct. 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
animé, vivant.
Étymologie: ψυχή.
Greek Monolingual
-ηΐη, -ον, Α
ιων. τ. προικισμένος με ψυχή, ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].
Greek Monotonic
ψῡχήϊος: -η, -ον (ψυχή), έμψυχος, ζωντανός, ζων, σε Πυθαγ. παρά Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχήϊος: одушевленный, живой Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχήϊος -α -ον [ψυχή] bezield.