θεσφατηλόγος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
θεσφατηλόγον, prophetic, A.Ag.1441.
German (Pape)
[Seite 1204] = θεσπιῳδός, weissagend, Aesch. Ag. 1416.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rend des oracles.
Étymologie: θέσφατος, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
θεσφᾰτηλόγος: пророческий, вещий (sc. Κασάνδρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θεσφᾰτηλόγος: -ον, προφητικός, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1442.
Greek Monolingual
θεσφατηλόγος, -ον (Α)
προφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσφατος + -λόγος (< λόγος). Το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].
Greek Monotonic
θεσφᾰτηλόγος: -ον, προφητικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
prophetic, Aesch.