ἀκοστάω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
or ἀκοστέω, (cf. sq.) only aor. part., ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ = horse well-fed at rack and manger, Il.6.506, 15.263; cf. ἀγοστέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. -έω
• Grafía: graf. ἀγ- AB 213.4
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [Hom. sólo part. ἀκοστήσας; ἀκοστώσαις Hom. en Iul.Ep.36]
cebarse ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ Il.6.506, 15.263, ἡμιόνοις ἀκοστώσαις καθ' Ὅμηρον Iul.l.c.
French (Bailly abrégé)
v. ἀκοστέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοστάω: или ἀκοστέω (только part. aor.) откармливать(ся) ячменем (ἀκοστήσας ἵππος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοστάω: ἢ -έω, (ἀκοστή) μόνον κατὰ μετοχ. ἀόρ., ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ, ὁ στὰς ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐν φάτνῃ, παχυνθείς, ἢ δυσχεράνας ἐπὶ τῇ τῆς φάτνης στάσει, «κριθιάσας, ἀδηφαγήσας», Ἰλ. Ζ. 506., Ο. 263. -πρβλ. κριθάω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἀκοστήσας. Ἴδε και Ἡσυχ. ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
(ἀκοστή): eat barley; only aor. part., στατὸς ἵππος, ἀκοστήσᾶς ἐπὶ φάτνῃ, ‘well fed at the grain-crib,’ Il. 6.506 and Il. 15.263.
Greek Monotonic
ἀκοστάω: ή -έω (ἀκοστή), μόνο σε μτχ. αορ. αʹ, ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ, άλογο ταϊσμένο με κριθάρι, βρώμη στο παχνί, σταβλισμένο άλογο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
only in aor1 part. ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνηι a horse corn-fed at manger, a stalled horse, Il.