ἀκροκελαινιάω
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
only used in Ep. part. ἀκροκελαινιόων growing black on surface, of swollen stream, Il.21.249; cf. Nonn. D. 18.156.
Spanish (DGE)
oscurecerse, tornarse oscuro en la superficie del río Aqueloo ἀκροκελαινιόων Il.21.249, -όωσα Μήνη Nonn.D.38.377, cf. 18.156, Paul.Sil.Soph.667.
French (Bailly abrégé)
ἀκροκελαινιῶ :
part. prés. épq. ἀκροκελαινιόων;
devenir noir ou sombre à la surface.
Étymologie: ἄκρος, κελαινός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροκελαινιάω: ἐν χρήσει μόνον ἐν Ἐπ. μετοχ. ἀκροκελαινιόων, = καθιστάμενος μέλας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἐπὶ πλημμυροῦντος ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 249˙ πρβλ. Νόνν. Δ. 18. 156.
English (Autenrieth)
(κελαινός): only part., with darkling surface, Il. 21.249†.
Greek Monotonic
ἀκροκελαινιάω: (κελαινός), μόνο στην Επικ. μτχ. ἀκροκελαινιόων, αυτός που γίνεται μαύρος στην επιφάνεια, λέγεται για φουσκωμένο ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
κελαινός
only in epic part.; growing black on the surface, of a swollen stream, Il.