ἀμφιθάλασσος

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθάλασσος Medium diacritics: ἀμφιθάλασσος Low diacritics: αμφιθάλασσος Capitals: ΑΜΦΙΘΑΛΑΣΣΟΣ
Transliteration A: amphithálassos Transliteration B: amphithalassos Transliteration C: amfithalassos Beta Code: a)mfiqa/lassos

English (LSJ)

Att. ἀμφιθάλαττος, ον, with sea on both sides, sea-girt, of Rhodes, Pi.O.7.33; of Attica, X.Vect.1.7, cf. Str.9.1.3.

German (Pape)

[Seite 139] rings vom Meere umgeben, νομός Pind. Ol. 7, 33; von Korinth, Poll. 9, 17; am Meere, Xen. vect. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré par la mer.
Étymologie: ἀμφί, θάλασσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθάλασσος: атт. ἀμφιθάλαττος 2 окруженный морем (νομός Pind.; νῆσος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθάλασσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ ἔχων τὴν θάλασσαν ἀμφοτέρωθεν, ἤ ὁ πανταχόθεν ὑπὸ θαλάσσης περιβαλλόμενος, ὡς τὸ ἀμφίαλος, Πινδ. Ο. 7. 61, Ξεν. Πόροι 1. 7, Στράβ. 391: - παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀμφιθαλασσίδιος.

English (Slater)

ἀμφιθᾰλασσος sea-girt ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (O. 7.33)

Greek Monolingual

ἀμφιθάλασσος και -ττος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλεται με θάλασσα από όλες τις πλευρές
2. αυτός που έχει θάλασσα κι από τις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλασσα.

Greek Monotonic

ἀμφιθάλασσος: Αττ. -ττος, -ον (θάλασσα), αυτός που έχει θάλασσα και από τις δυο μεριές, περίκλειστος από θάλασσα, περιζωσμένος από θάλασσα, σε Πίνδ., Ξεν.

Middle Liddell

θάλασσα
with sea on both sides, sea-girt, Pind., Xen.